- χρυσοβάφω
- yaldızlamak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χρυσοβάφω — Ν βάφω με χρυσό χρώμα … Dictionary of Greek
χρυσοβάφω — χρυσόβαψα, χρυσοβάφτηκα, χρυσοβαμμένος 1. βάφω κάτι με χρυσό. 2. η μτχ., χρυσοβαμμένος χρυσωπός, χρυσαφής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek